τορός

τορός
(I)
-ά, -όν, ΜΑ
1. (για φωνή ή ήχο) οξύς, διαπεραστικός («φωνὴ λαμπρὰ καὶ φθέγμα τορόν», Λουκιαν.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τορόν
η ηχηρότητα, το να είναι ο ήχος διαπεραστικός («τὸ τοῡ προφερομένου λόγου τορὸν καὶ τρανέστατον», Ευστ.)
αρχ.
1. (για το αφτί) οξύς, αυτός που γρήγορα και σωστά αντιλαμβάνεται τους ήχους
2. (για οφθαλμό) διαπεραστικός
3. μτφ. σαφής, καθαρός, ευνόητος («τίς τόδε τορὸν ἄγαν ἔπος ἐφημίσω;», Αισχύλ.)
4. (για πρόσ.) πρόθυμος, γρήγορος, ταχύς («ἔθηκε τῆς ἴλης ἑκάστης τὸν τορώτατον τῶν ἀρρένων ἄρχειν», Ξεν.)
5. (το ουδ. χωρίς άρθρ. ως επίρρ.) τορόν
τορώς, σαφώς.
επίρρ...
τορῶς Α
1. (για ήχο) δυνατά, διαπεραστικά
2. πρόθυμα
3. σαφώς, ξεκάθαρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. τορός έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας τού ρ. τείρω* «διατρυπώ» και μπορεί πιθ. να συνδεθεί με το αρχ. ινδ. tāra- «διατρητικός, διαπεραστικός, ηχηρός». Η σημ. «δυνατός, βροντώδης, ηχηρός» τού επιθ. έχει οδηγήσει στην αναγωγή του στην ΙΕ ρίζα *ter- «μιλώ καθαρά, εξηγώ» (πρβλ. χεττιτ. tar- «μιλώ, ονομάζω, δηλώνω»), η οποία, όμως, προσκρούει τόσο σε σημασιολογικές δυσχέρειες όσο και στο γεγονός ότι η ΙΕ ρίζα *ter- «μιλώ, εξηγώ» δεν έχει χρησιμοποιηθεί καθόλου στην Ελληνική].
————————
(II)
ο, Ν
βλ. ντορός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τορός — piercing masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόρος — borer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόρος — ὁ, Α γεωτρύπανο, εργαλείο για το άνοιγμα φρεάτων ή λιθοκοπικό εργαλείο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα τορ τού ρ. τείρω* «διατρυπώ» (πρβλ. απαρμφ. αορ. τορεῖν)] …   Dictionary of Greek

  • τορώτατα — τορός piercing adverbial superl τορός piercing neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τορώτατον — τορός piercing masc acc superl sg τορός piercing neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -τωρ — τορος, ΝΜΑ, και τορας Ν βλ. τηρ(ας) …   Dictionary of Greek

  • τοροί — τορός piercing masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τορούς — τορός piercing masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τορωτάτῳ — τορός piercing masc/neut dat superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τορή — τορός piercing fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”